Επιτρέψτε μου θα υποθέσω ότι για να κάνατε κλικ στον παραπάνω τίτλο έχετε ήδη διαβάσει το «Ready Player One» του Ernest Cline, ή έστω έχετε δει την ταινία του Steven Spielberg (η οποία έμεινε πιστή στο βιβλίο αλλάζοντάς του όμως τα φώτα). Επιτρέψτε μου επίσης να μην αποκαλύψω τίποτα ουσιαστικό για την υπόθεση του «Ready Player Two» που κυκλοφόρησε προ ημερών από τον οίκο Ballantine Books, καθώς α) αν δεν το έχετε διαβάσει θα σας χαλάσω το twist που είναι από τα λίγα καλά στοιχεία του και β) αν προλάβατε και το διαβάσετε ως geeks που είστε, ξέρετε ήδη πολύ καλά για τι μιλάω. Και τώρα που γλίτωσα από το να εξηγώ τι είναι το OASIS, ποιος είναι ο Wade Watts, η Art3mis, ο Anorak κλπ (ουφ!), ας προχωρήσω στην εξής ψύχραιμη αποτίμηση του νέου πονήματος του Ernest Cline: είναι τόσο κακό, που σε κάνει να σκεφτείς μήπως είχες υπερεκτιμήσει και το πρώτο βιβλίο.
Έτσι ακριβώς νιώθω τουλάχιστον εγώ, που είχα γοητευτεί από το «Ready Player One» όταν το ανακάλυψα πριν λίγα χρόνια ύστερα από προτροπή του White Collar Gamer, χωρίς να ξέρω τίποτα γι’ αυτό. Είχα ενθουσιαστεί από τον καταιγισμό αναφορών στο pop culture και τα video games (οι οποίες συνέπιπταν χρονικά με τα εφηβικά μου χρόνια στα 80s και τα 90s) και την πλοκή που θύμιζε κι αυτή παιχνίδι, με πίστες αυξανόμενης δυσκολίας, δύσκολους γρίφους που έπρεπε να επιλυθούν και θεαματικά boss battles. Ε, λοιπόν, τα ίδια ακριβώς στοιχεία υπάρχουν και στο «Ready Player Two», αλλά… περνάνε χωρίς να ακουμπήσουν. Και αυτό στην καλύτερη περίπτωση, γιατί στη χειρότερη μπορούν και να σε εκνευρίσουν.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει στις 100 πρώτες (από τις περίπου 410 σελίδες του βιβλίου), οι οποίες αναλώνονται στην περιγραφή της ζωής του ήρωά μας Wade Watts / Parzival μετά τη νίκη του στο μεγάλο κυνήγι θησαυρού του «Ready Player One», με όλα τα πλούτη και τις δυνάμεις που έχει αποκτήσει. Και εδώ είναι που ενοχλούν περισσότερο οι συνεχείς pop culture αναφορές, οι οποίες α) δεν παίζουν κανένα ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης καθώς κυριολεκτικά δεν συμβαίνει τίποτα άξιο αναφοράς β) καταφέρνουν να κάνουν τον ήρωα να δείχνει αντιπαθητικός εξυπνάκιας αντί να fellow geek (εδώ βέβαια πρέπει να πούμε ότι αυτός είναι και ο σκοπός του συγγραφέα, που θέλει να δείξει ότι ο Watts έχει πάρει την κάτω βόλτα, ώστε να ξεκινήσει σιγά σιγά το redemption arc του) και γ) μοιάζουν να έχουν γίνει copy paste από σελίδες της Wikipedia, χωρίς καμία λογοτεχνική επεξεργασία.
Είχα περάσει το στάδιο της απογοήτευσης και είχα αρχίσει να θυμώνω πραγματικά αφήνοντας πίσω αυτές τις 100 σελίδες, όταν ξαφνικά έρχεται το μεγάλο twist και ένας χαρακτήρας που νομίζαμε ότι ήταν στο πλευρό μας, μέσα σε λίγες παραγράφους γίνεται ο Μεγάλος Κακός της ιστορίας. Και τι ακολουθεί στις υπόλοιπες 300 σελίδες; Ένα ακόμη κυνήγι θησαυρού, πολύ παρόμοιο με αυτό του πρώτου βιβλίου. Μπορεί ο σκοπός αυτή τη φορά να είναι πιο σημαντικός (η σωτηρία δισεκατομμυρίων ανθρώπων), αλλά σε καμία περίπτωση δεν νιώθουμε την ίδια έξαψη και αγωνία γυρνώντας τις σελίδες.
Εδώ βέβαια μπαίνει για τα καλά ο υποκειμενικός παράγοντας, καθώς τα quests (κάποια από τα οποία είναι σύντομα και ευχάριστα ενώ άλλα τραβάνε υπερβολικά σε διάρκεια) έχουν να κάνουν με συγκεκριμένα video games, ταινίες και μουσικές, των οποίων αν δεν είσαι φαν… μάλλον θα κακοπεράσεις. Δεν με πείραξε τόσο πολύ που επί 10 σελίδες διάβαζα ένα walkthrough πίστα προς πίστα του «Ninja Princess», ενός παιχνιδιού της Sega από το 1985, του οποίου την ύπαρξη δεν γνώριζα. Αλλά βαρέθηκα όταν οι ήρωες ταξίδεψαν σε έναν πλανήτη που ήταν αφιερωμένος στις ταινίες του John Hughes, των οποίων ποτέ δεν ήμουν μεγάλος φαν, και αναγκάστηκα για 40 σελίδες να διαβάζω αναφορές στο «Pretty in Pink», το «16 Candles», το «Ferris Bueller’s Day Off», το «Breakfast Club» και όλα αυτά τα 80s classics που στη δική μου περίπτωση πέρασαν και δεν ακούμπησαν. Κάποιος άλλος στη θέση μου πιθανότατα θα ενθουσιαζόταν. Όπως και στην περίπτωση του μεγάλου quest στον πλανήτη που είναι αφιερωμένος στον Prince. Για μένα που τον αναγνωρίζω ως μεγάλο καλλιτέχνη αλλά δεν θα βάλω ποτέ να ακούσω τη μουσική του ήταν απλά υποφερτό, για έναν Prince maniac θα πρέπει να είναι… παράδεισος. Όσο για το quest που διαδραματίζεται στη Μέση Γη του J. R. R. Tolkien, δυστυχώς δεν έχει καμία σχέση με «Hobbit» και «Lord of the Rings», καθώς εκτυλίσσεται στην Πρώτη Εποχή, όταν το Μεγάλο Αφεντικό ήταν ο Morgoth και ο Sauron ήταν απλά ένας από τους στρατηγούς του.
Τελειώνοντας το «Ready Player Two» δεν ένιωσα ότι έχασα εντελώς το χρόνο μου. Αλλά με έκανε να ξανασκεφτώ αν το πρώτο βιβλίο ήταν τελικά τόσο καλό όσο νόμιζα τότε που το πρωτοδιάβασα. Χαίρομαι που αντιστάθηκα στην παρόρμηση να το παρατήσω στις πρώτες 100 σελίδες, γιατί μετά άρχισε κάπως να κυλάει. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα είμαι πρώτος στην ουρά για να δω την κινηματογραφική μεταφορά του. Η οποία – αν γυριστεί ποτέ, γιατί δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά – θα πρέπει να αλλάξει εντελώς τα 2/3 του βιβλίου. Δεν είμαι σίγουρος ότι αξίζει τον κόπο και το χρήμα να «ζωντανέψουν» στην οθόνη όλες οι ταινίες του John Hughes, ενώ τα έξοδα σε δικαιώματα για το έργο του Prince (και την απαιτούμενη «νεκρανάσταση» του καλλιτέχνη σε επτά διαφορετικές στιγμές της καριέρας του!) θα πρέπει να είναι απαγορευτικά, ακόμη και για το μεγαλύτερο στούντιο του Χόλιγουντ.